- αειρειτη
- ἀειρείτηἀει-ρείτηἥ вечно текущая (слово, вымышл. для этимол. объяснения слова ἀρετή) Plat. Γςατωμ. 415 δ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αειρείτη — ἀειρείτη, η (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. ἀρετή «Εἰ δ ἐπὶ τούτοις ἡ κακία ἐστὶν τοὔνομα, τοὐναντίον τούτου ἡ ἀρετὴ ἄν εἴη, σημαῑνον πρῶτον μὲν εὐπορίαν, ἔπειτα δὲ λελυμένην τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς εἶναι… … Dictionary of Greek
ἀειρείτη — ἀείρειτος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)